- αρχιεροσύνη
- ητο να είναι κανείς αρχιερέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχιεροσύνη — η (AM ἀρχιερωσύνη) το αξίωμα του αρχιερέα … Dictionary of Greek
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
ՔԱՀԱՆԱՅԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0968 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c գ. ἁρχιεροσύνη summum sacerdotium, pontificatus. Քահանայապետն գոլ. եւ Իշխանութիւն՝ պաշտօն եւ գործ քահանայապետի ʼի հին կամ ʼի նոր օրէնս. *Ջանայր յակիմոս վասն քահանայապետութեան:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)